κλυτοτέρμων

κλυτοτέρμων
κλυτοτέρμων, ἡ (Α)
(ενν. ὥρα) ωροσκόπιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλυτός + -τέρμων (< τέρμων < τείρω «φθείρω με τη χρήση»), πρβλ. απειρο-τέρμων, κυκλο-τέρμων].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”